- ραδιοστείρωση
- η, Νβιολ. τεχνική καταπολέμησης ενός είδους βλαβερών εντόμων με στείρωση, πριν από τη σύζευξή τους με τα θηλυκά, μεγάλου ποσοστού αρσενικών ατόμων με ραδιενεργό ακτινοβόληση.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α' και απόδοση ως προς το β' συνθετικό λ., πρβλ. γαλλ. radiosterilisation (< λατ. radius «ακτίνα» + sterilisation «στείρωση»)].
Dictionary of Greek. 2013.